σποριογένεση

σποριογένεση
η, Ν
βιολ. α) θεμελιώδης γενετική ιδιότητα τών βακτηρίων, που συνίσταται στον σχηματισμό σπορίων
β) η διαδικασία τού σχηματισμού σπορίων και η απελευθέρωση τών σπορίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sporogenese (< σπόριο + γένεση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”